ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ & ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυό βουνὰ μαλώνουν.

Γυρίζει ὁ γέρο-Ὄλυμπος καὶ λέει τοῦ Κισσάβου

Τὶ μὲ μαλώνεις Κίσσαβε κονιαροπατημένε;

Ἐγὼ εἶμ’ὁ γέρο-Ὄλυμπος, ὁ κοσμοξακουσμένος

κάθε κορφὴ καὶ φλάμπουρο, κάθε δεντρὶ καὶ κλέφτης

καὶ στὴν ψηλὴ μου τὴν κορφὴ, στὸν Ἀϊ Ἠλιᾶ στὴ ράχη

κουρνιάζει κι ἀντρειεύεται ἀητὸς μὲ δυὸ κεφάλια

κρατῶντας μέσ’στὰ νύχια του κεφάλι ἀντρειωμένου

κι ἐκεῖ ποὺ μοιρολόγαγε καὶ τὸ γλυκοφιλοῦσε

ἄλλος ἀετὸς ἐδιάβαινε καὶ τὸν ρωτάει μὲ πόνο:

Καλὴ σου μέρα ξάδερφε. -Καλῶς τὸν ξάδερφό μου

Ξάδερφε, τίνος εἶν’αὐτὸ τὸ μαῦρο τὸ κεφάλι,

ποὺ τὸ κρατᾶς στα νύχια σου σἄν νἄταν ἅγια κάρα

καὶ το κοιτᾶς λυπητερὰ καὶ χύνεις μαῦρα δάκρυα;

Ξάδερφε, σἄν μὲ ρώτησες νὰ σοῦ τὸ ‘μολογήσω:

Ἀντιπροχθὲς ἐδιάβαινα στῆς Πόλης τὰ λιμάνια

κι εἶδα τὴν Πόλη Τούρκικη, τὴν Πόλη σκλαβωμένη.

Εἶδα τὴν Ἀϊ Σοφιὰ τζαμὶ καὶ τοὺς Ἁγ’Ἀποστόλους

και τοῦ δικοῦ μας Βασιλιά κομμένο τὸ κεφάλι

ἀπιθωμένο κι ἔρημο σὲ μιὰ κολώνα πάνω.

Κι οἱ Τοῦρκοι πέρναγαν μπροστὰ καὶ τὸ περιγελοῦσαν.

Σταμάτησα τὸ δρόμο μου, σκύβω καὶ τὸ ἁρπάζω

νὰ μὴ μᾶς τὤχουν τὰ σκυλιὰ, καὶ μᾶς τὸ μαρτυρέψουν.

Θὰ τὸ φυλάω σἄν αὐγὸ στὴν μαύρη τὴ φωλιὰ μου.

Κι ὅταν περάσουν οἱ καιροὶ καὶ σώσουνε τὰ χρόνια

καὶ λαμψει ἡ μέρα λαμπερὴ καὶ χριστιανέψει ἡ Πόλη

στὴν Πόρτα τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς θὰ πάω νὰ τὸ βάλω

νὰ ζωντανέψῃ φοβερὸς καὶ τὴν Τουρκιὰ νὰ διώξη!. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου