ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ & ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ (ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΚΟΛΟΒΩΝ) ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΑ...

Απόσπασμα από δικές μου σημειώσεις…
Κ
ατά το 1840 περίπου κατέβηκαν από το Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου στα Γιάννενα κυνηγημένα τρία αδέλφια Σαρακατσαναίοι, ο Νίκος, ο Σπύρος, και ο Σωτήρης Κολοβός και τρία πρώτα ξαδέλφια τους, για να γλυτώσουν τις κυρώσεις επειδή σκότωσαν ένα Τούρκο αξιωματούχο. Μετά από πολλές περιπλανήσεις κι αφού έμειναν ένα διάστημα στα Γιάννενα κατέληξαν στα Τρίκαλα. Ο Νίκος έμεινε στη Σωτήρα, οι άλλοι έφυγαν, ο ένας προς Καρδίτσα κι ο άλλος προς Λάρισα. Τα ξαδέλφια τους έφυγαν προς Θήβα, Λιβαδειά και Κόρινθο. Εκτιμάται ότι όλοι όσοι φέρουν το επώνυμο Κολοβός ανά την Ελλάδα είναι απόγονοι ή συγγενείς τους.
      Στη Σωτήρα οι Κολοβοί βρήκαν πιθανόν εγκατεστημένους κάποιους ίσως τους Παλαβραίους, δυο τρία σπίτια, φτιαγμένα κοντά στο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Το μοναστήρι είχε περιουσία, ζώα πολλά, είχε πολλά κελιά όπου έμεναν παλιά καλόγεροι, και αργότεροι έμεναν μαζί και οι καντηλανάφτες που βοσκούσαν τα ζώα.
Ο Νίκος παντρεύτηκε και απέκτησε τρία αγόρια, τον Ευθύμιο τον Γιάννο και τον Αντώνη. Το σπίτι του ήταν δίπλα στην παλιά εκκλησία. Ασχολήθηκαν κι αυτοί με τα κτήματα και με την κτηνοτροφία. Όπως προαναφέραμε, τα κτήματα τότε ήταν υπό την κατοχή των Τούρκων. Έτσι λοιπόν οι πρόγονοί μας δούλευαν στα χωράφια και πλήρωναν αξάι (ποσοστό, το 1/3) επί της παραγωγής, κολίγοι, ραγιάδες δηλαδή (ραγιάς= ο χριστιανός υπήκοος (υποτελής-σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η χρήση του ονόματος «ραγιάς», είναι ενδεικτικό της διάθεσης των Τούρκων έναντι των υποδούλων. Όπως τα πρόβατα παρέχουν το γάλα και το μαλλί, και έχουν κατά κάποιο τρόπο ως αντάλλαγμα  την φροντίδα, έτσι και οι ραγιάδες εκχωρούσαν το δικό τους προϊόν στους Τούρκους, με αντάλλαγμα την προστασία από τους εχθρούς και την υποτιθέμενη ειρήνη που απολάμβαναν. Η βασική αρχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τους κατακτημένους. Συμπληρωματικά οι ραγιάδες έδιναν δοσίματα, φόρους, προς τους γαιοκτήμονες, για να μπορούν να έχουν στην κατοχή τους μικρά ζώα, να ασχολούνται με την κτηνοτροφία, να θερίζουν, να αλέθουν, να φτιάχνουν κρασιά, να παράγουν μέλι. Παράλληλα υπήρχαν και έκτακτες εισφορές (π.χ για το γάμο) καθώς και πρόστιμα.
Παρόλα αυτά δεν έλειπαν τα παρατράγουδα. Ένας Τούρκος στρατιώτης περνώντας απ’ τον κεντρικό δρόμο της Σωτήρας μπροστά στην εκκλησία, είδε ρούχα απλωμένα στον φράχτη του σπιτιού του Νίκου Κολοβού. Θεώρησε  σκόπιμο να επωφεληθεί, σου λέει έτοιμα ρούχα πλυμένα, καθαρά ας τα πάρω. Τον είδε όμως μια γυναίκα και του λέει παρακαλετά: «φουκαράδες είμαστε μη μας παίρνεις τα ρούχα, δεν έχουμε άλλα». Ο Τούρκος όμως αντί να φύγει άρχισε να την πειράζει και να την θωπεύει επιχειρώντας να «εισπράξει» κάτι παραπάνω. Μέσα στη φασαρία εμφανίστηκαν οι άνδρες. Ο Τούρκος όμως είχε όπλο. Τότε η γυναίκα διαισθανόμενη τον κίνδυνο πήρε την κατάσταση πάνω της. Άφησε να εννοηθεί ότι ενδίδει και έτσι ξεγελώντας τον του άρπαξε το όπλο. Και για να μην ακουστεί το όπλο, τον σκότωσαν με τα τσεκούρια τον έβαλαν σε μάλλινο τσουβάλι και τον πέταξαν στο ποτάμι. (Αφήγηση Ευθύμιου Νικ. Κολοβού από διήγηση της γιαγιάς του).
Όταν το 1881 οι Τούρκοι αποχώρησαν από τη Θεσσαλία άφησαν πολλά προβλήματα πίσω τους. Το κυριότερο και πιο ιδιότυπο ζήτημα ήταν το αγροτικό. Έλληνες κεφαλαιούχοι – κυρίως ομογενείς - εμφανίστηκαν αμέσως ως ιδιοκτήτες τσιφλικιών, υποκαθιστώντας τους Οθωμανούς προκατόχους τους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν αγοράσει τη γη από το τουρκικό δημόσιο με συμβόλαια που είχαν υπογραφεί στην Κωνσταντινούπολη. Με την ενσωμάτωση λοιπόν της Θεσσαλίας στην Ελληνική επικράτεια οι κολλήγοι βρέθηκαν σε πολύ δεινότερη θέση από εκείνη που βρίσκονταν επί Τουρκοκρατίας. Κι αυτό γιατί οι Έλληνες πλέον τσιφλικάδες επέμεναν ότι είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριαρχίας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι καλλιεργητές - κολλήγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπάροικου, αφού ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον τσιφλικά το 1/2 ή το 1/3 της παραγωγής και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και να στέλνουν μια γυναίκα για ζύμωμα.
Παράλληλα δούλευαν μέσα στα λασποχώραφα κάτω από άθλιες συνθήκες, ζούσαν σε τρώγλες και ανέχονταν την ταπείνωση του μαστιγώματος και του βιασμού των γυναικών τους από τους μεγαλοκτηματίες. Επί Τουρκοκρατίας, αντίθετα, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολλήγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού, δηλαδή της γης, των σπιτιών, των δασών και των βοσκοτόπων. Στη συνέχεια τα Τρίκαλα έπαιξαν βασικό ρόλο στις αγροτικές κινητοποιήσεις των αρχών του 20ου αιώνα εναντίον των τσιφλικάδων, και υπήρξαν ο τόπος ίδρυσης του πρώτου Γεωργικού Συνεταιρισμού στην Ελλάδα, το 1906, με συμπρωταγωνιστή τον πρόγονό μας, τον Αναγνώστη Κολοβό για τον οποίο θα μιλήσουμε πιο κάτω.
Ο Νίκος απεβίωσε τα αδέλφια χώρισαν, και έφτιαξαν τα δικά τους σπιτικά. Ο Αντώνης έχτισε σπίτι πίσω από την εκκλησία, στο οικόπεδο που βρίσκεται σήμερα το σπίτι του Θανάση Κολέτσιου, ο Θύμιος έκανε σπίτι στον πάνω μαχαλά, στο οικόπεδο που κατοικεί σήμερα ο Χρήστος Προκ. Κολοβός, ο Γιάννος έκανε σπίτι πίσω από το σημερινό σχολείο, στο οικόπεδο που βρίσκεται το σπίτι του δάσκαλου Σωτήρη Αναγνωστόπουλου.
Ασχολήθηκαν με την γεωργία και  την κτηνοτροφία, δούλευαν στους αγάδες τα πήγαιναν πολύ καλά ήταν καλοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Σημειωτέον ότι μόνο για την παραγωγή γεωργικών προϊόντων πλήρωναν αξάι. Επειδή ήταν καλοί καλλιεργητές της γης, είχαν μεγάλη παραγωγή σε σχέση με τους άλλους αλλά το δυναμικό τους στυλ και η περηφάνια δεν τους επέτρεπε να αποδώσουν φόρους  για  όλη   την παραγωγή στον αγά κι έτσι τον έκλεβαν. Όμως ο επιστάτης τους κατάλαβε ενημέρωσε τον αγά ο οποίος τους έδιωξε από τη Σωτήρα και αναγκάστηκαν να πάνε δίπλα στο Κατίδι (Περδικορράχη). Εκεί δούλεψαν για μια άνοιξη, οι ραγιάδες όμως οι καινούργιοι που προσέλαβε ο αγάς ήταν μεν τίμιοι αλλά δεν απέδιδαν, ήταν λιγότερα τα έσοδα γι αυτόν κι έτσι τους ξαναπήρε στη δούλεψή του πάλι το φθινόπωρο.
Η οικογένεια του Θύμιου έμενε μαζί στην αρχή, είχαν άλογα,  γελάδια, είχαν 250 πρόβατα,  αργότερα κατά το 1925 τα παιδιά του χώρισαν και ξεκίνησαν δικά τους σπιτικά, με πρώτον τον Παπαβασίλη. Ο Παπαβασίλης κρατούσε τη σακούλα (το ταμείο), μοίρασε τα χρήματα που είχαν σε 5 μεράδια, και έχτισε σπίτι εκεί που βρίσκεται σήμερα η αποθήκη του Μήτρου Κολοβού. Ο λόγος που χώρισαν ήταν απλός, μεγάλωσαν οι οικογένειες, ο Παπαβασίλης είχε ήδη παντρέψει παιδιά, αλλά παράλληλα έγινε και η απαλλοτρίωση και απέκτησαν κτήματα και οικόπεδα. Τα παιδιά του Παπαβασίλη έφτιαξαν μεγάλη καταντιά αγόρασαν κτήματα, πρόβατα, άλογα, βουβάλια.
 Όταν χώρισαν και οι υπόλοιποι, έγινε κλήρωση για να μοιραστούν τα ζώα που χρησιμοποιούσαν στην καλλιέργεια των χωραφιών, να ξεκινήσουν τουλάχιστον το άνοιγμα καινούργιου σπιτικού με ζευγάρι. Με την κλήρωση που έγινε πήραν:
·                Ο μπάρμπα Σωτήρης  ένα ζευγάρι βόδια και μια φοράδα, την «Παγούρω».
·                Ο μπάρμπα Χρήστος για ζευγάρι, ένα βόδι και μια βάλα (βουβάλι), και  μια φοράδα καράσω την Πλακατόρω μαζί με τα πλαριά (πουλάρια).
·                Ο μπάρμπα Γιώργος ένα ζευγάρι άλογα μαζί με τα πλαριά.
·                Η χήρα του Στέφανου  (ο Στέφανος είχε ήδη πεθάνει)  ένα ζευγάρι αρσενικά βάλια (βουβάλια), και μια φοράδα με δυό πλαριά «σιδηρόψαρη» (άσπρη με κόκκινες βούλες).
Ο Παπαβασίλης όπως είπαμε παραπάνω έκανε σπίτι εκεί που μένει σήμερα ο Δημήτρης Νικ. Κολοβός, το 1930-1932 που έγινε η διανομή των οικοπέδων, όσοι είχαν χτισμένα σπίτια τα κατοχύρωσαν και πήραν εκεί οικόπεδα. Ο Μπάρμπα Γιώργος (Γιωργάρας) είχε αγοράσει το οικόπεδο μαζί με το κτίριο, το κονάκι του αφεντικού την κούλια όπως την έλεγαν, πίσω από σημερινό σπίτι του Γιώργου Καραμπέρη, και τους δόθηκε αυτό ως οικόπεδο. Ο Μπάρμπα- Σωτήρης πήρε οικόπεδο λευκό (χωρίς κτίσμα) εκεί που μένει σήμερα ο Βασίλης Δημάκη Κολοβός, ο μπάρμπα Χρήστος έμεινε εκεί στο σημερινό σπίτι του Χρήστου Προκ. Κολοβού,  κι η χήρα του Στέφου με τα παιδιά της τον Αλέκο και την Αφρούδω πήραν οικόπεδο δίπλα στο Μπάρμπα Χρήστο, εκεί που μένουν σήμερα τα παιδιά του Μιχάλη Κωτσιαλή, γαμπρού του Αλέκου Κολοβού.
Μετά χώρισαν τα παιδιά του Παπαβασίλη και έκανε ο καθένας το σπιτικό του.
Να αναφέρουμε ότι ήταν δυναμική φάρα τα παιδιά του Θύμιου και υποστηρίζονταν πολύ μεταξύ τους. Μια γραφική εικόνα που τη θυμόμαστε κι εμείς οι νεώτεροι, ήταν το πέρασμα των Βλάχων με τα κοπάδια τους το φθινόπωρο μέσα από τον κεντρικό δρόμο της Σωτήρας, με κατεύθυνση προς τα κάτω, προς τα χειμαδιά. Όπου κατασκήνωναν οι Βλάχοι, έκαναν ζημιές, «έτρωγαν» τις βοσκές και τα σπαρτά. Στη Σωτήρα όμως δεν τολμούσαν να κατασκηνώσουν γιατί φοβόνταν τις γκλίτσες των Κολοβών! Και φυσικά όπως θα αντιδρούσε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος εκείνης της εποχής, όταν έβλεπε να περνάει τόσο βιος από μπροστά του, έτσι και οι πρόγονοί μας έσκαβαν πηγάδια παγίδες, τα σκέπαζαν με κλαδιά και όπως περνούσαν τα γίδια και τα πρόβατα κάποια από αυτά έπεφταν μέσα. Άντε να τα μετρήσουν οι Βλάχοι τόσα που είχαν!
(to be continue...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου